-
1 numune
δείγμα, παράδειγμα -
2 spécimen
δείγμα -
3 handout
δείγμα -
4 specimen
δείγμα -
5 индентор
(наконечник твердомера) το άκρο του μετρητή σκληρότηταςвдавливать - в образец συμπιέζω/μπάζω το - στο δείγμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > индентор
-
6 образец
1. (часть массы, представляющая свойства целого) το δείγμα- для испытаний надрезанный (для испытания на ударную вязкости) - με χαρακιά (δοκιμασίας σε κρούση)2. (экзем-пляр, представляющий класс предметов) το δείγμα, το πρότυποРусско-греческий словарь научных и технических терминов > образец
-
7 экспонат
το έκθεμα, το δείγμα· *ассор-тимент - ов ποικιλία των - τωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > экспонат
-
8 образец
образец м 1) το δείγμα 2) (вид, форма) το πρότυπο, το υπόδειγμα 3) (пример) το παράδειγμα* * *м1) το δείγμα2) (вид, форма) το πρότυπο, το υπόδειγμα3) ( пример) το παράδειγμα -
9 проба
проба ж 1) (действие) η δοκιμή, η πρόβα 2) (образец ) το δείγμα* * *ж1) ( действие) η δοκιμή, η πρόβα2) ( образец) το δείγμα -
10 экземпляр
экземпляр м 1) (книги и т. л.) το αντίτυπο 2) (образец) το δείγμα* * *м1) (книги и т. п.) το αντίτυπο2) ( образец) το δείγμα -
11 образец
образ||ецм1. (для изготовления, показа и т. п.) τό δείγμα, τό μοντέλο:новые \образеццы νέα μοντέλά журнал \образеццов τό δειγματολόγιο[ν]· \образец вышивки τό σχέδιο κεντήματος·2. (пример) τό πρότυπο[ν], τό παράδειγμα, τό ὑπόδειγμα:принять за \образец (человека, поведение и т. п.) παίρνω παράδειγμα· приня́ть что́-л. за \образец παίρνω ὡς δείγμά \образец трудового героизма τό πρότυπο ἐργατικού ἡρωισμοὔ по \образеццу́ κατά τό ὑπόδειγμα. -
12 экземпляр
экземплярм1. (книги, журнала и т. п.) τό ἀντίτυπο[ν]:бесплатный \экземпляр τό δωρεάν ἀντίτυπο· β двух \экземплярах σέ δύο ἀντίτυπα·2. (образец, представитель) τό δείγμα/ ὁ τύπος (о человеке):редкий \экземпляр растения σπάνιο δείγμα φυτοῦ. -
13 залог
залог 1-а α.1. εγγύηση•залог мира εγγύηση ειρήνης•
чистота залог здоровья η καθαριότητα είναι εγγύηση για την υγεία•
освободить под залогом απελευθερώνω με εγγύηση.
2. υποθήκη ενέχυρο, αμανάτι•отдать в залог βάζω υποθήκη.
|| καπάρος, προκαταβολή.3. τεκμήριο, δείγμα, εχέγγυο•залог дружбы δείγμα φιλίας.
залог 2-а α.(γραμμ.) διάθεση•действительный залог ενεργητική διάθεση•
возвратно-средний залог ουδέτερη διάθεση•
страдательный залог παθητική διάθεση.
залог 3-а α.(διαλκ.) πολυετή χέρσα εδάφη. -
14 образчик
-а α.πρότυπο. || δείγμα (κομματάκι υφάσματος)•купить сукна по этому -у αγοράζω τσόχα με αυτό το δείγμα.
|| μτφ. υπόδειγμα, παράδειγμα. -
15 Evidence
subs.Proof subs.: P. and V. σημεῖον, τό, τεκμήριον, τό, δεῖγμα, τό, V. τέκμαρ, τό, P. μαρτύριον, τό, ἔνδειγμα, τό.Give evidence of v.: P. δεῖγμα ἐκφέρειν (gen.) (Dem. 679), P. and V. ἐνδείκνυσθαι (acc.), Ar. and P. ἐπιδείκνυσθαι (acc.), see Show.Be in evidence: P. ἐπιπολάζειν (Dem. 117).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Evidence
-
16 Proof
subs.Sign: P. and V. σημεῖον, τό, τεκμήριον, τό, δείγμα, τὸ, P. ἔνδειγμα, τό, V. τέκμαρ, τό.Evidence, witness: P. and V. τεκμήριον, τό, P. μαρτύριον, τό.Test, trial: P. and V. πεῖρα, ἡ, ἔλεγχος, ὁ, P. διάπειρα, ἡ (Dem. 1288).Demonstration: P. ἀπόδειξις, ἡ.Make proof of: P. and V. πειρᾶσθαι (gen.), γεύεσθαι (gen.) (Plat.).Make proof of some one's friendship: P. λαμβάνειν τῆς φιλίας πεῖράν (τινος) (Dem. 663, cf. 1288).Give proof of: P. δεῖγμα ἐκφέρειν (gen.) (Dem. 679).Those who have given proof of much virtue and moderation in their career: P. οἱ... πολλὴν ἀρετὴν ἐν τῷ βίῳ καὶ σωφροσύνην ἐνδεδειγμένοι (Isoc. 147B).I gave proof of the good will I bore him: P. ἐπεδειξάμην τὴν εὔνοιαν ἣν εἶχον εἰς ἐκεῖνον (Isoc. 389B).Proof against bribery: use adj.: incorruptible.Be proof against, keep out: P. and V. στέγειν (acc.).met., not to yield to: use P. and V. οὐκ εἴκειν (dat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Proof
-
17 Sample
subs.Give a sample of one's conduct: P. δεῖγμα ἐκφέρειν περὶ αὑτοῦ (Dem. 344).——————v. trans.Have a taste of: P. and V. γεύεσθαι (gen.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sample
-
18 аншлиф
το μεταλλογραφικό δείγμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аншлиф
-
19 бланк
το έντυπ/οРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бланк
-
20 выборка
1. (результат выбора) το δείγμα 2. (из памяти или запоминающегося устройства) η πρόσβαση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выборка
См. также в других словарях:
δεῖγμα — sample neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείγμα — το (AM δεῑγμα) [δείκνυμι] 1. μικρή ποσότητα ή μέρος που επιδεικνύεται για να σχηματιστεί αντίληψη για το όλο (α. «δείγμα υφάσματος» β. «δείγματα χρωμάτων» γ. «ὥσπερ δὲ τῶν καρπῶν ἐξενεγκεῑν ἑκάστου δεῑγμα πειράσομαι» θα προσπαθήσω να παρουσιάσω… … Dictionary of Greek
δείγμα — το 1. μικρό μέρος εμπορεύματος που δίνεται για δοκιμή στον ενδιαφερόμενο, ώστε να σχηματίσει γι’ αυτό μια συνολική εικόνα: Οι εταιρείες καλλυντικών πάντα δίνουν δείγματα από τις καινούριες κρέμες στις πελάτισσές τους. 2. απόδειξη, τεκμήριο: Έδωσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεῖγμ' — δεῖγμα , δεῖγμα sample neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Образец — • Δείγμα, образчик, по которому купец (εμπορος) подавал товар. Такие образчики или разносились по городу, или выставлялись в назначенном для этого месте, которое в Афинах находилось в Пирсе и само также называлось Д., см. Attica,… … Реальный словарь классических древностей
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek